- υπνωτισμός
- ο1. μέθοδος που προκαλεί τεχνητό ύπνο, ώστε το υπνωτισμένο άτομο να εκτελεί ό,τι του υποδείξει ο υπνωτιστής.2. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο υπνωτισμένος, η ύπνωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.